Τα Χελιδονόψαρα του M. C. Escher: σχέσεις μορφής και φόντου στο επίπεδο
Στο έργο του Ολλανδού χαράκτη Maurits Cornelis Escher (1898-1972) με τίτλο Χελιδονόψαρα, η επιφάνεια καλύπτεται πλήρως από άψογα εφαπτόμενες μορφές, οι οποίες μοιάζουν με μια πρώτη ματιά να είναι παραταγμένες στο επίπεδο. Οι μορφές αυτές, είναι σχεδιασμένες με βάση τις πολύχρονες μελέτες του καλλιτέχνη πάνω στα μαθηματικά και, πιο συγκεκριμένα, στην κανονική διαίρεση του επιπέδου (regular division of the plane). Η τεχνική του Escher βασίζεται στις αρχές της συμμετρίας και της κρυσταλλογραφίας και συνίσταται στη διαίρεση μιας επιφάνειας με τέτοιο τρόπο ώστε να γεμίσει με μορφές παρόμοιων χαρακτηριστικών, χωρίς να υπάρχει καθόλου κενός χώρος. Η τακτική αυτή διαίρεση αποτέλεσε για τον Escher αστείρευτη πηγή έμπνευσης και οδήγησε στη δημιουργία πολυάριθμων έργων με παρόμοια χαρακτηριστικά. Ο ίδιος αποκαλούσε αυτού του είδους τις συνθέσεις του «backgroundless», δηλαδή χωρίς φόντο, καθώς απαρτίζονται μόνο από μορφές που μπορούν να ειδωθούν η κάθε μία ως ξεχωριστό αντικείμενο. Πράγματι, κοιτώντας τον πίνακα, μοιάζει σαν να πρέπει κανείς να ξεχάσει το ένα ψάρι προκειμένου να δει το άλλο, να το απομονώσει, να το «βγάλει μπροστά».
Φαίνεται πως και ο καλλιτέχνης ο ίδιος προβληματίστηκε σχετικά με τη λειτουργία των μορφών του. Στην αλληλογραφία του με τον οφθαλμολόγο J. W. Wagenaar, ο τελευταίος βρίσκεται σε θέση να επισημάνει στον Escher ότι, κατά τη γνώμη του, δε δημιουργεί εικόνες χωρίς φόντο, αλλά μια «δυναμική ισορροπία, στην οποία, όμως, υπάρχει μια σχέση μεταξύ μορφής και φόντου σε κάθε στάδιο». Αυτό συμβαίνει καθώς, στις συνθέσεις του, «φόντο και μορφή τροποποιούν εναλλακτικά τη λειτουργία τους· υπάρχει ένας διαρκής ανταγωνισμός μεταξύ τους και, στην πραγματικότητα, δεν είναι καν δυνατό να συνεχίσει κανείς να βλέπει ένα από τα στοιχεία ως μορφή για πολύ. Αναπόφευκτα, τα στοιχεία που αρχικά λειτουργούσαν ως φόντο επανεμφανίζονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως μορφή».
Ορισμένα αίτια του φαινομένου που προκαλείται κατά τη θέαση του έργου του Escher μπορούν να αναζητηθούν σε οπτικές ιδιότητες τεχνικής φύσεως. Όπως αναφέρει ο François Molnar, επιστημονικός μελετητής των οπτικών τεχνών, «η οργάνωση του ανθρώπινου αμφιβληστροειδή είναι τέτοια ώστε μόνο ένα μικρό τμήμα του, το κεντρικό βοθρίο (fovea), διαθέτει αρκετή ανάλυση για τη συγκέντρωση ευδιάκριτων λεπτομερειών». Έτσι, προκειμένου να δούμε καθαρά ένα αντικείμενο, πρέπει να κατευθύνουμε προς αυτό το συγκεκριμένο τμήμα του αμφιβληστροειδή μας, το οποίο είναι ειδικά προσαρμοσμένο για πιο λεπτομερή όραση. Παρατηρώντας, λοιπόν, το έργο του Escher, η μορφή που κάθε φορά συγκεντρώνει την προσοχή μας -δηλαδή η μορφή προς την οποία κατευθύνεται το κεντρικό βοθρίο του αμφιβληστροειδή- φαίνεται ολοκάθαρα, ενώ οι υπόλοιπες μοιάζουν να θολώνουν, δημιουργώντας την εντύπωση ότι βρίσκονται πιο πίσω στο οπτικό πεδίο.
Ταυτόχρονα, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι οι γραμμές που καθορίζουν μία μορφή έχουν διπλή λειτουργία: ορίζουν την ίδια στιγμή και τις μορφές που την περιβάλλουν. Έτσι, οι γραμμές που δηλώνουν, για παράδειγμα, το πίσω μέρος του πτερυγίου και τη ράχη ενός άσπρου ψαριού, σηματοδοτούν και το κεφάλι ενός μαύρου ψαριού, και αντιστρόφως, δημιουργώντας αυτό που ο Rudolf Arnheim, γνωστός στο χώρο της τέχνης για τις μελέτες του στην ψυχολογία της οπτικής αντίληψης, ονομάζει «ανταγωνισμό περιγραμμάτων». Όπως γράφει, κατά το πέρασμα από τη μια μορφή στην άλλη, φαίνεται πως «η δυναμική των σχημάτων έχει αντιστραφεί […]. Ό,τι ήταν κενό γίνεται πλήρες· ό,τι ήταν ενεργό γίνεται παθητικό». Ό,τι θα γινόταν αντιληπτό ως εσοχή στη μία μορφή, με τους όρους της άλλης μετατρέπεται σε εξοχή. Επομένως, ανάλογα με την κατεύθυνση που ακολουθεί το βλέμμα μας, αντιλαμβανόμαστε τις γραμμές του κάθε σχήματος ως εσοχές ή εξοχές. Αν αντιστρέψουμε την πορεία της ματιάς μας, η ίδια γραμμή που προηγουμένως θα μας φαινόταν ως εξοχή, θα πάρει τώρα το χαρακτήρα της εσοχής, και το αντίστροφο. Ο Arnheim παρατηρεί επίσης ότι, καθώς η ιδέα των κοινών συνόρων προκαλεί σύγχυση, οι μορφές «παρουσιάζουν μια έντονη τάση να αποχωρισθούν, μια και η κάθε μία έχει ένα απλό, ανεξάρτητο δικό της σχήμα». Έτσι, μπορούμε να αντιληφθούμε αυτές τις συνοριακές γραμμές αποδίδοντάς τες πρώτα στη μία μορφή και έπειτα, μετακινώντας το βλέμμα μας, στην άλλη. Υπάρχουν, επομένως, δύο διαφορετικές, εναλλασσόμενες εκδοχές, γεγονός που καθιστά τις γραμμές διφορούμενες.
Όπως φαίνεται, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν σαφή σημάδια που να υποδηλώνουν μια χωρική οργάνωση, η αντίληψή μας έχει και πάλι την τάση να λειτουργεί με βάση τους όρους της μορφής και του φόντου. Σε κείμενό του με θέμα την αντίληψη του χώρου στη δυτική τέχνη, ο διάσημος ιστορικός της τέχνης Ernst Gombrich υποστηρίζει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει καλλιτεχνική τεχνοτροπία της αναπαράστασης η οποία δεν υπαινίσσεται την απόδοση αντικειμένων στο χώρο». Σύμφωνα με την άποψη του Rudolf Arnheim, ακόμη και οι μη αναπαραστατικής τεχνοτροπίας προσπάθειες μοντέρνων ζωγράφων να φέρουν στο επίκεντρο της προσοχής το δισδιάστατο της ζωγραφικής επιφάνειας, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, καθώς δεν μπορούν να εξαλείψουν ένα «βασικό χαρακτηριστικό της φυσικής πραγματικότητας»: «τη διάκριση μεταξύ αντικειμένων και περιβάλλοντος». Αυτό συμβαίνει αρχικά διότι, όπως επισημαίνει ο Arnheim, «μια καθαρά μονοδιάστατη λειτουργία φαίνεται να μην είναι εφικτή για το κοινό ανθρώπινο μυαλό»· οποιοδήποτε σημείο γίνεται αντιληπτό σε συνάρτηση με την επιφάνεια που το περιβάλλει, η οποία αποκτά το ρόλο του φόντου. Η σχέση της μορφής και του φόντου δημιουργεί αναπόφευκτα δύο διαστάσεις, καθώς το ένα στοιχείο τοποθετείται μπροστά από το άλλο· ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινά επίπεδη εικόνα.
Μαρουσώ Περδίκη*
Βιβλιογραφία:
Arnheim, R., Τέχνη και οπτική αντίληψη: η ψυχολογία της δημιουργικής όρασης, Θεμέλιο, 2005.
Blakemore, C., «The Baffled Brain», στο Gombrich, E., Gregory, R. (επιμ.), Illusion in nature and art, Duckworth, 1973, σς. 9-47.
Ernst, B., Impossible worlds: 2 in 1: Adventures with impossible objects, Optical illusions, Taschen, 2006.
Escher, M. C., Μ. Κ. Έσερ : Τα χαρακτικά: με εισαγωγή και σχόλια από τον ίδιο τον καλλιτέχνη (μετάφραση Σωτήρης, Π., επιμέλεια Παππάς, Α.), Γνώση, 2005.
Gombrich, E., Gregory, R. (επιμ.), Illusion in nature and art, Duckworth, 1973.
Gombrich, E., «Western Art and the Perception of Space», Space in European Art, Council of Europe Exhibition, Ιαπωνία, 1987, σς. 5-12.
Molnar, F., «A Science of Vision for Visual Art», Leonardo, Vol. 30, No. 3 (1997), σς. 225-232.
Schattschneider, D., M.C. Escher: visions of symmetry, 2η έκδοση, Abrams, 2004.
* Η Μαρουσώ Περδίκη είναι απόφοιτη του προπτυχιακού και του μεταπτυχιακού του Τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της ΑΣΚΤ.